- αλκυόνα
- και αλκυόνη, η (Α ἁλκυών, -όνος)κάθε πουλί τής οικογένειας Alcedinidae (οικογένειας στην οποία ανήκει και το πουλί που είναι γνωστό στην Ελλάδα με την κοινή ονομασία ψαροφάγος)αρχ.μυθικό πτηνό που ταυτίστηκε με τον ψαροφάγο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης προελεύσεως. Σύμφωνα με μύθο σχετικό με τη φωλιά της αλκυόνας, η λ. παλαιότερα παρετυμολογείτο ως σύνθετη από το ουσ. ἅλς «θάλασσα» (από όπου και ο δασυνόμενος τ. ἁλκυὼν) και τη μετοχή κύων τού ρήματος κύω «κυοφορώ». Πρόκειται μάλλον για λέξη μεσογειακής προελεύσεως, δάνειο στην Ελληνική. Συγγενής μορφολογικά με την ελληνική λ. ἀλκυὼν είναι και η αντίστοιχη λατ. alcēdō. Παράγωγο τής λ. είναι το συνώνυμο ουσιαστικό ἀλκυονίς, από όπου και το επίθ. ἀλκυονίδες* (πρβλ. τη φρ. «ἀλκυονίδες ἡμέραι»). Από το όνομα τού πτηνού ἀλκυὼν προήλθαν επίσης τα ανθρωπωνύμια Ἀλκυών, Ἀλκυόνη, Ἀλκυονεύς, γνωστά και από τη μυθολογία. Το ουσ. ἀλκυδὼν είναι μεταπλασμένος τ. τής λ. αλκυὼν είτε αναλογικά προς άλλες ονομασίες πτηνών ή ζώων σε -δὼν (πρβλ. χελιδών, ἀηδὼν) είτε κατ' επίδραση τού ουσ. ἀλγηδὼν «πόνος, οδύνη» (λόγω τών λυπητερών κρωγμών τού πτηνού).ΠΑΡ. αρχ. ἀλκυόνειος, ἀλκυονίς].
Dictionary of Greek. 2013.